κρωσσος

κρωσσος
    κρωσσός
    ὅ
    1) кувшин, жбан
    

(κρωσσοῖς χοὰς χέασθαι Soph.; κρωσσοὴ καὴ πύελοι Plut.)

    2) погребальная урна
    

(κ. πένθιμος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρωσσος" в других словарях:

  • κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… …   Dictionary of Greek

  • κρωσσός — water pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖο — κρωσσός water pail masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖς — κρωσσός water pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσι — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσιν — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοί — κρωσσός water pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῦ — κρωσσός water pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσούς — κρωσσός water pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσέ — κρωσσός water pail masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσῶν — κρωσσός water pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»